στυλοειδῶς

στυλοειδῶς
στυλοειδής
like a stilus
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στυλοειδής — ές, ΝΑ 1. όμοιος με στύλο 2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο. επίρρ... στυλοειδῶς Α σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”